- προκατανίζω
- προκατα-νίζω,A wash first, in [tense] aor. part. fem.
-νίψασα Heraclid.
Tar. ap.Gal.13.727.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-νίψασα Heraclid.
Tar. ap.Gal.13.727.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκατανίζω — Α πλένω καλά εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατανίζω «καταβρέχω, πλένω καλά»] … Dictionary of Greek